- καταβατική
- καταβατικόςaffording a means of descentfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβατικός — ή, ό (AM καταβατικός, ή, όν) [καταβαίνω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάβαση 2. φρ. «καταβατικός άνεμος» άνεμος που κινείται προς τα κάτω, κατά μήκος τής πλαγιάς ενός βουνού, λόγω τής βαρύτητας μσν. φρ. «καταβατική σπαθέα»… … Dictionary of Greek